Η Μεγάλη Επανάσταση δεν ξεκίνησε ούτε τυχαία ούτε την τελευταία στιγμή. Ήταν το ξέσπασμα ενός λαού που ήθελε χρόνια να ξεσηκωθεί. Ωστόσο ανάμεσα σε αυτόν τον υποδουλωμένο λαό δεν εξαίρεσαν οι ήρωες και οι λεβέντες. Πολλοί από αυτούς πρόλαβαν να λάβουν μέρος στην μεγάλη εξέγερση. Το πλείστων όμως από αυτούς δεν πρόλαβε. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο μεγαλύτερος «κλέφτης» που υπήρξε στον Ελλαδικό χώρο, ο καπετάν Κατσαντώνης!

Ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (σημερινό Πετροβούνι) των Αγράφων, μεταξύ των ετών 1765-1770. Ο πατέρας του ήταν ο πλούσιος μεγαλοτσέλιγκας  Μακρογιάννης και η μητέρα του λεγόταν Αρετή. Νονός του ήταν ο μεγάλος κλέφτης Βασίλης Δίπλας, αδέρφια του ήσαν ο Γιώργος Χασιώτης (επειδή είχε γεννηθεί στα Χασιά των Αγράφων) και ο Κώστας Λεπενιώτης (επειδή είχε γεννηθεί στο Λεπενού). Το κανονικό του όνομα ήταν Αντώνης, αλλά αυτό το άλλαξαν σε Κατσαντώνης τα αδέρφια του. Ο λόγος ήταν ο εξής:

Ο νονός του Αντώνη, ο Βασίλης Δίπλας, στα εντέκατα γενέθλια του, του είχε κάνει δώρο ένα σπαθί. Τότε του μικρού Αντώνη του ξεφύτρωσε η ιδέα να γίνει και αυτός κλέφτης. Τότε, αν και οι κλέφτες θεωρούταν παράνομοι οπλοφόροι, ήσαν μεγάλη ελπίδα για τον ελληνικό λαό πως θα ‘ρθει η ανάσταση του γένους τους. Οι γονείς του όμως δεν άφηναν τον Αντώνη να κάνει κάτι τέτοιο, όχι μόνο λόγω της μικρής του ηλικίας αλλά επειδή ήταν πολύ ασθενικός και φοβόντουσαν για την ζωή του. Από τα 11 έως τα 18 του χρόνια λοιπόν ο Αντώνης προσπαθούσε επανειλημμένα να φύγει από το σπίτι του. Η μητέρα του εξοργισμένη και στενάχωρη από αυτές τις πράξεις του φώναζε κάθε τόσο «κάτσε Αντώνη» και τα αδέρφια του κοροϊδευτικά τον έλεγαν Κατσαντώνη. Αυτό το γελοίο ωστόσο παρατσούκλι κατέληξε για πολλά χρόνια να γίνει φόβος και τρόμος των Τούρκων.

Τέλος πάντων τα χρόνια πέρασαν και ο Αντώνης ενηλικιώθηκε. Τότε, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1790, έμπλεξε σε έναν καυγά με κάποιον Τούρκο μπέη. Ο τελευταίος θέλοντας να πάρει λεφτά από την περιουσία του Μακρογιάννη, κατήγγειλε τον γιό του στις ντόπιες Τουρκικές αρχές με ψεύτικες κατηγορίες για ζωοκλοπή. Οι Τούρκοι τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και άρχισαν να τον βασανίζουν για τρεις μέρες έως ότου ο πατέρας του να μεταφέρει τα λύτρα της αποζημίωσης στον μπέη. Ο Κατσαντώνης ελευθερώθηκε αλλά ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τα βασανιστήριά του. Μία μέρα λοιπόν βρήκε τον μπέη στον δρόμο και τον σκότωσε με το σπαθί που του είχε δώσει ο Δίπλας. Πήρε τα όπλα από το πτώμα του και αναγκάστηκε να φύγει οριστικά από το σπίτι του και γίνει κλέφτης στο στρατιωτικό σώμα του νονού του.

Ο τρομερός Δίπλας δέχτηκε τον νεαρό Κατσαντώνη θερμά. Ο δεύτερος δεν άργησε να δείξει την πολεμική του ικανότητα. Σύντομα του δόθηκε διαταγή να στρατολογήσει πολεμιστές σε ένα χωριό των Τζουμέρκων. Τότε ο Κατσαντώνης κινδύνεψε να πολιορκηθεί μέσα σε ένα σπίτι από πενήντα περίπου Τούρκους και Αλβανούς χωροφύλακες. Ο έξυπνος Κατσαντώνης όμως τους ξεγέλασε. Κατάφερε να φύγει με μερικούς άνδρες από το σπίτι προσποιούμενος πως υποχωρούσε. Οι Τούρκοι και Αλβανοί τον αγνοήσαν αλλά ο Κατσαντώνης έκανε ένα μεγάλο ημικύκλιο και βρέθηκε ξαφνικά στα νώτα τους, τους επιτέθηκε με τους άνδρες του και τους διέλυσε! Οχτώ Τούρκοι έπεσαν ξέψυχοι στην μάχη και οι υπόλοιποι υποχώρησαν πανικοβλημένοι. Το γεγονός αυτό ανέβασε την φήμη του στα ύψη. Όλη η Στερεά Ελλάδα έμαθε για το κατόρθωμα του, το πως εξευτέλισε τόσους πολλούς χωροφύλακες. Ο νονός του ο Δίπλας, που τότε ήταν γέρος, είχε βρει τον αντικαταστάτη του. Ο νεαρός Κατσαντώνης μέσα σε μία μέρα είχε γίνει ολόκληρος αρχηγός μίας ομάδας οπλοφόρων κλεφτών!

Ο Κατσαντώνης όμως δεν ήταν απλά ένας περήφανος και ηρωικός αρχηγός αλλά ήταν και πολύ οργανωτικός. Δεν μπορούσε να είναι απλά αρχηγός μίας εντελώς άτακτης ομάδας. Άρχισε λοιπόν να οργανώνει το λεγόμενο «νταϊφά» (σώμα ενόπλων) το οποίο αποτελούσαν 60 έως 80 άνδρες, που σε έκτακτες περιστάσεις έφταναν τους 200, ενώ σε απόλυτη ανάγκη έφταναν τους 500. Ταυτόχρονα άρχισε να εκπαιδεύει τους άνδρες του, όσο στην τέχνη του πολέμου, όσο και στα στρατηγικά σχέδια. Πολλοί ιστορικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου». Από εκεί βγήκαν οι πιο διάσημοι κλέφτες και αρματολοί, που πολλοί από αυτούς πρωταγωνίστησαν στην Ελληνική Επανάσταση: τα αδέρφια του, ο Κώστας Λεπενιώτης και ο Γεώργιος Χασιώτης, ο Γεώργιος Τσόγκας, ο Ακριδαίος, ο Αλεξαντρογιάννης, ο Πάγκαλος, ο Γιώτης, ο Δήμος Τσέλιος μα ο θρυλικότερος από αυτούς ήταν ο μετέπειτα στρατάρχης της Επανάστασης, Γεώργιος Καραϊσκάκης.

Ο «καπετάν» (έτσι αποκαλούσαν τότε τους οπλαρχηγούς) Κατσαντώνης αφού οργάνωσε τον «νταϊφά» του, άρχισε να κάνει επιθέσεις σε Τούρκους που στρατωνιζόταν στα Άγραφα, στους Μελισσούργους και στα Τζουμέρκα. Μετά από πολλά χρόνια έκανε επιθέσεις και σε πολλές περιοχές που ήταν στην επικράτεια του Αλβανού τυράννου των Ιωαννίνων, του Αλή πασά. Ο τελευταίος που δεν ήθελε τίποτα να τον αναταράσσει, αποφάσισε να τον εξοντώσει.  Αφού τέλειωσε τον πόλεμο με τους Σουλιώτες, το 1804, διέταξε τον Κατσαντώνη να του δηλώσει υποταγή. Ο τελευταίος αρνήθηκε με ένα γράμμα γεμάτο βρισιές. Ο Αλή έστειλε τότε τον Ιλιάσμπεη με εκατό διαλεχτούς Αλβανούς να ησυχάσει τον Κατσαντώνη μια για πάντα. Ο Κατσαντώνης «υποδέχτηκε» τον Ιλιάσμπεη στο ορεινό πέρασμα της Τριφύλλας, κοντά στο χωριό Κλειστό. Η σύγκρουση ήταν τρομερή αλλά σύντομη. Ο Κατσαντώνης έχοντας διαλέξει σοφά το μέρος της σύγκρουσης κατάφερε να φέρει τους Αλβανούς ανάμεσα σε δύο πυρά και μέσα σε λίγη ώρα τους σκότωσε σχεδόν όλους, μαζί και τον ίδιο τον Ιλιάσμπεη!

Ο Αλή πασάς εξοργισμένος με αυτή την πανωλεθρία του αιχμαλώτισε τους γονείς του Κατσαντώνη και τους σκότωσε με τρομερά βασανιστήρια, πιστεύοντας πως έτσι θα τον κάνει να λυγίσει. Ο Κατσαντώνης για λίγο θα έφτανε σε αυτή την κατάσταση αν τα αδέρφια του και ο γερο-Δίπλας δεν του παρείχαν ψυχολογική υποστήριξη. Πήρε λοιπόν την απόφαση και έστειλε ένα γράμμα στον Αλή πασά που του κήρυσσε πόλεμο. Ο Αλή έστειλε τότε τον Γιουσούφ Αράπη να αφανίσει τους κλέφτες των Αγράφων. Ο Γιουσούφ Αράπης φημίζονταν για το πως βασάνιζε τους Έλληνες κι έτσι αφού πήρε 150 πολεμιστές με πολλούς βασανιστές, ξεχύθηκε στα Άγραφα και ο ίδιος με τους βασανιστές στρατοπέδευσε στον Βάλτο, ενώ οι εκατόν πενήντα πολεμιστές στρατοπέδευσαν στην κοντινή Κεχρινιά. Αυτό όμως ήταν ολέθριο λάθος γιατί ο Κατσαντώνης μάζεψε όλους τους άνδρες που είχε στην διάθεση του και επιτέθηκε στην Κεχρινιά. Από τους 150 πολεμιστές, επιβίωσαν κυριολεκτικά μόνο έξι! Ο Γιουσούφ Αράπης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα Ιωάννινα και ο Κατσαντώνης είχε πάρει την εκδίκηση του για τους γονείς του.

Ο Αλή πασάς έξω φρενών έστειλε τον Χασάν Μπελούση να κανονίσει τον Κατσαντώνη, το 1805. Ο τελευταίος όμως κυνήγησε πολιόρκησε τον Μπελούση στο μοναστήρι του Αγίου Αιμιλιανού της Τατάρνας, κοντά σε έναν ποταμό.  Αλλά ένας άλλος αξιωματικός του Αλή πασά, ο Άγο Βασιάρης μαθαίνοντας για την δύσκολη θέση του Μπελούση έτρεξε να τον βοηθήσει με πολεμιστές περικυκλώνοντας τον Κατσαντώνη. Το βράδυ όμως ο Κατσαντώνης και οι άνδρες του έκοψαν κλαριά από έλατα, βούτηξαν στον διπλανό ποταμό και καβαλώντας τα κλαριά πέρασαν πίσω από τις θέσεις του Άγο Βασιάρη. Αφού του έκαναν μία επίθεση και σκόρπισαν τους εχθρούς τους, γύρισαν στην περιοχή τους.

Το χειμώνα του 1806 ο Κατσαντώνης τον πέρασε στα Επτάνησα, για τους εξής λόγους: α) να παντρευτεί με την όμορφη Αγγελική Γεροδήμου και β) να βοηθήσει τον Ρώσο στρατηγό Ανρέπ και τον Ιωάννη Καποδίστρια στην αναχαίτιση της απόβασης των Γάλλων στην Λευκάδα. Για το δεύτερο σπατάλησε πολύ χρόνο, αλλά χάρη στον Σουλιώτη Κίτσο Μπότσαρη και την Πεζική Λεγεώνα Ελαφρών Κυνηγετών κατάφερε να αναχαιτίσει τους Γάλλους.

Το 1806 ο Κατσαντώνης επέστρεψε στα Άγραφα όπου εκεί κορύφωσε την φήμη του: ο Αλή πασάς αποφασισμένος να τον αφανίσει είχε στείλει τον πιο ικανό αξιωματικό του, τον Μουσταφά Βεληγκέκα με πεντακόσιους περίπου Αλβανούς στρατιώτες. Ο Κατσαντώνης μάζεψε τότε και εκείνος πεντακόσιους άνδρες του να αναμετρηθεί με τον Βεληγκέκα. Η σύγκρουση έγινε στο Προσηλιάκο και ήταν η πιο αιματηρή από όλες. Ωστόσο κατέληξε σε μία μεγάλη νίκη. Ο Κατσαντώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πυροβόλησαν ταυτόχρονα τον Βεληγκέκα και τον έριξαν νεκρό! Οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τρομαγμένοι ο Κατσαντώνης όμως και οι άνδρες του τους κυνήγησαν ως την πεδιάδα των Ιωάννινων!

Το 1807 ήταν ο χειρότερος χρόνος που πέρασε ο Κατσαντώνης για αυτούς τους λόγους: α) ο νονός του ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους και β) ο ίδιος αρρώστησε από ευλογιά. Το τελευταίο κλόνισε τρομερά την υγεία του και ανέβασε πυρετό. Με λίγους άνδρες και τον αδερφό του τον Χασιώτη αποσύρθηκε στο Μοναστηράκι των Αγράφων, κρυμμένος σε μία σπηλιά. Το μισό καλοκαίρι του 1807 το πέρασε εκεί. Ο Αλή πασάς το έμαθε αυτό από κατασκόπους του και έστειλε, στα τέλη Ιουλίου τον Άγο Μουχουρντάρη με επτακόσιους άνδρες να τον βρουν. Κανείς όμως δεν γνώριζε που βρίσκονταν η σπηλιά. Μία τυχαία όμως γριά που έτυχε να περάσει από την σπήλια είδε τον Κατσαντώνη και την επόμενη μέρα τον πρόδωσε στους Τούρκους για χρήματα.

Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην σπηλιά. Όλοι οι άνδρες του Κατσαντώνη σκοτώθηκαν. Ο ίδιος μαζί με τον τραυματισμένο αδερφό του αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στα Ιωάννινα. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Αλή πασάς, στο σαράι του στο νησάκι της Παμβώτιδας. Εκεί ο Αλή πασάς, εκτιμώντας την ανδρεία του έκανε μία προσφορά. Του είπε πως θα του έβγαζε τις αλυσίδες από πάνω του και θα τον γιάτρευε αν όμως του δήλωνε υποταγή όπως τρία χρόνια πριν. Ο Κατσαντώνης του απάντησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό:

-Γερο-πασά, εγώ πότε στην ζωή μου δεν προσκύνησα κόσμο και ούτε θα προσκυνήσω. Άστα λοιπόν αυτά και σκότωσε με πριν σε σκοτώσω εγώ!

Και όρμησε να στραγγαλίσει τον Αλή με τις αλυσίδες του! Οι χωροφύλακες τελικά τον απέτρεψαν και ο Αλή πασάς την ίδια μέρα εκτέλεσε τους δύο κλέφτες δημόσια: Οδηγήθηκαν στην κεντρική πλατεία, δέθηκαν σε έναν πλάτανο και, μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, οι Τούρκοι βασανιστές τους έσπασαν με σιδερένια σφυριά τα κόκκαλα ένα-ένα. Το επίπονο και βασανιστικό τέλος δεν περιγράφεται… Τα πτώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ…

Ο Κατσαντώνης δεν άφησε πίσω του περιουσία. Το μόνο που άφησε πίσω του ήταν μία σπίθα. Αυτή η σπίθα όμως θα γίνονταν αργότερα η φλόγα που τύλιξε την μεγάλη Επανάσταση!

Δύο Τούρκοι τον έστρωσαν δεμένο στο αμόνι

Κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε

Σκλήθρες πετάν τα κόκκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια

Νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια

Και εκείνος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε πελεκάτε με

σκυλιά τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλή πασάς

φωτιά, σφυρί και αμόνι.